αλαφρόκαρδος

αλαφρόκαρδος
-η, -ο
αυτός που έχει ελαφριά την καρδιά, αμέριμνος, ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο-* + καρδιά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκαρδιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροκαρδιά — η [αλαφρόκαρδος] ελαφρότητα τής καρδιάς, αμεριμνησία, ξενοιασιά …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”